xerography - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

xerography - translation to Αγγλικά

DRY PHOTOCOPYING TECHNIQUE
First photoconductive copy; First Photoconductive Copy; Electrophotography; Xerographic; Xerographics; Electrostatic photography; Laser Printing Process; Dry writing; Xerograph

xerography         
(n.) = xerografía
Ex: The electrostatic process, sometimes known as xerography, was invented in the USA in 1938.
electrophotography         
(n.) = electrofotografía
Ex: A basic survey of electrophotography is presented using different Kodak photocopiers as examples.
xerografía         
PROCESO DE IMPRESIÓN QUE EMPLEA ELECTROSTÁTICA EN SECO PARA LA REPRODUCCIÓN O COPIADO DE DOCUMENTOS O IMÁGENES
Xerográfico; Xerógrafo; Xerografiar; Xerocopia; Xerocopiar; Serografía; Xerografia; Serografia; Xerografo; Xerografico
xerography

Ορισμός

xerography
¦ noun a dry copying process in which powder adheres to parts of a surface remaining electrically charged after being exposed to light from an image of the document to be copied.
Derivatives
xerographic adjective
xerographically adverb

Βικιπαίδεια

Xerography

Xerography is a dry photocopying technique. Originally called electrophotography, it was renamed xerography—from the Greek: [n] roots ξηρός xeros, meaning "dry" and -γραφία -graphia, meaning "writing"—to emphasize that unlike reproduction techniques then in use such as cyanotype, the process of xerography used no liquid chemicals.